εδαφολογικός

εδαφολογικός
η , ό[ν] почвоведческий

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "εδαφολογικός" в других словарях:

  • εδαφολογικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στην εδαφολογία («εδαφολογικές μελέτες, εδαφολογικός χάρτης») …   Dictionary of Greek

  • εδαφολογικός — ή, ό επίρρ. ά που ανήκει ή αναφέρεται στην εδαφολογία (βλ. λ.): Εδαφολογικές έρευνες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»